- κατήφορος
- ο1. κατηφοριά: Να πατάς το φρένο στον κατήφορο.2. ανήθικη διαγωγή, δρόμος προς την καταστροφή: Η κόρη του πήρε τον κατήφορο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… … Dictionary of Greek
Κατήφορος, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1685 – 1762). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην Πάντοβα και στη Ρώμη προσκλήθηκε από τον Μεγάλο Πέτρο να εγκατασταθεί και να διδάξει στη Ρωσία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε έξω από τις… … Dictionary of Greek
The Downhill — O Katiforos The Downhill Ο Κατήφορος Directed by Giannis Dalianidis Written by Giannis Dalianidis Starring Zoe Laskari Nikos Kourkoulos Vangelis Voulgaridis Pantelis Zervos Kostas Voutsas … Wikipedia
κατήφορον — κατήφορον, τὸ (Μ) 1. επικλινής δρόμος, κατήφορος 2. μτφ. ηθική κατάπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατήφορος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κατηφόρα — η δρόμος με κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. μεταπλασμένος τ. τού κατήφορος με επίδραση τού ὁδός] … Dictionary of Greek
Finos Film — (Greek: Φίνος Φιλμ) is a film production company that dominated the Greek film industry from 1943 to 1977. It was founded by Philopemen Finos in 1942 during World War II. It was the biggest film production company in Greece at the time and one of … Wikipedia
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… … Dictionary of Greek
κατηφορίζω — (Μ κατηφορίζω) [κατήφορος] 1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά») 2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο μσν. μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω … Dictionary of Greek
κατηφοριά — και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) [κατήφορος] 1. η κατωφέρεια, η κλίση τού εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά 2. κατηφορικός δρόμος … Dictionary of Greek